αρρενομανής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀρρενομανής, ο (Α)
αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική σχέση μαζί τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής κ.ά.)].