αρρύθμιστος

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM άρρύθμιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ρυθμιστεί, ο ακανόνιοτος
2. ο ακατέργαοτος.