ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
-η, -ο (AM άρρύθμιστος, -ον)1. αυτός που δεν έχει ρυθμιστεί, ο ακανόνιοτος2. ο ακατέργαοτος.