αρτεργάτης

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρια, η)
ο εργάτης αρτοποιείου, ο ζυμωτής ή φουρνιστής.