αρτιτελής

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

ἀρτιτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πριν λίγο
2. ο άρτιος στη μορφή, ο τέλειος.