αρτιφαής

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ἀρτιφαής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)].