Εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don’t know how to yield to your misfortunes
ἀρτοδότης, ο (Μ)αυτός που μοιράζει άρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -δότης < δίδωμι (πρβλ. εργοδότης, υπνοδότης κ.ά.)].