αρχέχορος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ἀρχέχορος, -ον (Α)
ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό.