ἀρχέχορος

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχέχορος Medium diacritics: ἀρχέχορος Low diacritics: αρχέχορος Capitals: ΑΡΧΕΧΟΡΟΣ
Transliteration A: archéchoros Transliteration B: archechoros Transliteration C: archechoros Beta Code: a)rxe/xoros

English (LSJ)

ἀρχέχορον, leading the chorus or dance, πούς E.Tr.151; of a person, IG14.1618.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva el compás del coro πούς E.Tr.151
de pers. conductor del coro o de la danza, IUrb.Rom.1221.1; cf. ἀρχίχορος.

German (Pape)

[Seite 365] choranführend, πούς Eur. Tr. 151; als subst., Ep. ad. 720 (App. 221).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conduit le chœur.
Étymologie: ἄρχω, χορός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέχορος: управляющий хором Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέχορος: -ον, ὁ ἐξάρχων τοῦ χοροῦ, ὁ διευθύνων τὸν χορόν, ποὺς Εὐρ. Τρω. 151· ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 221.

Greek Monolingual

ἀρχέχορος, -ον (Α)
ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό.

Greek Monotonic

ἀρχέχορος: -ον, εξάρχων του Χορού ή αυτός που οδηγεί το χορό, κορυφαίος, σε Ευρ.

Middle Liddell

leading the chorus or dance, Eur.