αρχίζωος

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

ἀρχίζωος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο αρχίζει ή πηγάζει η ζωή («ἀρχίζωον βάπτισμα», Διον. Αρεοπ.).