αρχαιομανής

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που ασχολείται με τα αρχαία με μανία, με υπερβολικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -μανής < μαίνομαι.