ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
-έςαυτός που ασχολείται με τα αρχαία με μανία, με υπερβολικό ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -μανής < μαίνομαι.