αρχιθέωρος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἀρχιθέωρος και δωρ. -θέαρος, ο (Α)
πλούσιος πολίτης στην Αθήνα, ο οποίος αναλάμβανε με προσωπικές του δαπάνες τη διεξαγωγή των θεωριών, δηλ. των πρεσβειών που στέλνονταν στη Δήλο, στους Πανελλήνιους αγώνες ή σε διάφορους ιερούς τόπους.