ἀρχιθέωρος
English (LSJ)
ὁ, archetheoros, chief of a theoria (θεωρία or sacred embassy), And.1.132, Arist.EN1122a25, SIG2588.15, al. (Delos, ii B.C.):—also ἀρχεθέωρος, ἀρκιθέωρος, ἀρκεθέωρος (q.v.); Dor. ἀρχιθέαρος SIG 558.24 (Ithaca), Ion. ἀρχεθέαρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. ἀρχεθέαρος CID 1.7A.5, 8, 23 (V a.C.); ἀρχιθέαρος IM 36.24 (Ítaca III a.C.), SEG 26.487 (Mégara II d.C.); át. ἀρκεθέωρος IG 22.365a.7, 10, b.6 (IV a.C.); ἀρχεθέωρος Din.1.82, IG 22.992.17 (II a.C.); ἀρκιθύωρος IG 11(2).287 B.33 (Delos III a.C.); ἀρχιθεωρός Poll.8.82
presidente de una delegación de teoros y que corre con sus gastos εἰς Ἰσθμὸν καὶ Ὀλυμπίαζε And.Myst.132, cf. CID l.c., IM l.c., IG ll.cc., SEG l.c., Din.l.c., Arist.EN 1122a26, OGI 37 (Alejandría III a.C.)
•ID 442 B.15 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, der Erste, Anführer einer heiligen Gesandtschaft (θεωρία), vgl. Wolf Lept. p. xc; Andoc. 1, 132. 4, 29, als Leiturgie; Arist. Nicom. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef des théores.
Étymologie: ἄρχω, θεωρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιθέωρος: ὁ архитеор, глава священного посольства Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιθέωρος: ὁ, ὁ πρῶτος τῶν θεωριῶν, ὁ ἡγέτης τῆς θεωρίας, Ἀνδοκ. 17. 19, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2860. 6, κ. ἀλλ.· διὰ τοῦ ε, ἀρχεθέωρος αὐτόθι 158Α, 33, 2270. 90. ἴδε ἀρχεθέωρος ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἀρχιθέωρος και δωρ. -θέαρος, ο (Α)
πλούσιος πολίτης στην Αθήνα, ο οποίος αναλάμβανε με προσωπικές του δαπάνες τη διεξαγωγή των θεωριών, δηλ. των πρεσβειών που στέλνονταν στη Δήλο, στους Πανελλήνιους αγώνες ή σε διάφορους ιερούς τόπους.
Greek Monotonic
ἀρχιθέωρος: ὁ (θεωρός), αρχηγός σε μια θεωρία ή σε θρησκευτική πρεσβεία, σε Ανδροκ., Αριστ.
Middle Liddell
θεωρός
the chief of a θεωρία or sacred embassy, Andoc., Arist.