αρχιτρίκλινος

Greek Monolingual

ἀρχιτρίκλινος, ο (AM)
ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο.