αρχιφυλακίτης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἀρχιφυλακίτης, ο (Α)
ο αρχηγός των φυλακιτών (στρατιωτικών σωμάτων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου).