αρχοντοπιάνομαι
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι
2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη
3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά.