αρωματοπώλης
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ο (AM ἀρωματοπώλης)
αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση αρωμάτων.