ἀρωματοπώλης
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
[ᾰρ], ου, ὁ, dealer in spices, Ptol.Tetr.179, Artem. 2.22.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de productos aromáticos, perfumista Ptol.Tetr.4.4.4, Artem.2.22.
German (Pape)
[Seite 368] ὁ, Gewürzhändler, Artemid. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἀρώματα, Ἀρτεμίδ. 2. 22: -ὡσαύτως ἀρωματοπράτης, ου, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 193A.
Greek Monolingual
ο (AM ἀρωματοπώλης)
αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση αρωμάτων.