ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
-α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει άρωμααρχ.(για χώρα)1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.