αρόδο

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

και -δου επίρρ.
1. (για πλοίο) μακριά απ' την παραλία
2. μακριά
3. από μακριά
4. όχι κατευθείαν, δηλαδή με ελιγμούς.