ασβεστώδης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
-ες (Μ ἀσβεστώδης, -ες)
(για έδαφος) αυτό που περιέχει άσβεστο
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με ασβέστη στο χρώμα, στη σύσταση ή τη γεύση.