ασβεστώδης

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

-ες (Μ ἀσβεστώδης, -ες)
(για έδαφος) αυτό που περιέχει άσβεστο
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με ασβέστη στο χρώμα, στη σύσταση ή τη γεύση.