ασεβώ

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

(AM ἀσεβῶ, -έω) ασεβής
φέρομαι με ασέβεια προς τον Θεό ή προς ό,τι είναι άξιο σεβασμού.