ασθενογενής

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

ἀσθενογενής (-οῦς), -ές (Μ)
ο εκ φύσεως ασθενικός, ο αδύναμος.