ασθενογενής Search Google

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

ἀσθενογενής (-οῦς), -ές (Μ)
ο εκ φύσεως ασθενικός, ο αδύναμος.