ασκημίζω

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και ασχημίζωἀσχημίζω)
1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου
2. κάνω κάποιον να χάσει την ομορφιά του.