Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
και ασχημίζω (Μ ἀσχημίζω)1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου2. κάνω κάποιον να χάσει την ομορφιά του.