πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἀσκοδορῶ (-έω) (Α)γδέρνω κάποιον ζωντανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»].