ασκοδορώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ἀσκοδορῶ (-έω) (Α)
γδέρνω κάποιον ζωντανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»].