Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
ἀσκοδορῶ (-έω) (Α)γδέρνω κάποιον ζωντανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»].