ασματοκάμπτης

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ἀσματοκάμπτης, ο (Α)
αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσμα + -καμπτης < κάμπτω.