ασπίδιον

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ἀσπίδιον, το (Α) ασπίς
1. η μικρή ασπίδα
2. το φυτό ατρακτυλίς
3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών.