αστερίας

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερίας) αστήρ
το εχινόδερμο σταυρός της θάλασσας
αρχ.
1. το πτηνό ερωδιός ο αστερίας
2. το πτηνό χρυσαετός.