αστισμός

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386

Greek Monolingual

ο αστός
η ιδεολογία του αστού ή της αστικής τάξης.