αστροβολώ
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
(-άω) (AM ἀστροβολῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αστράφτω, ακτινοβολώ
2. απρόσ. αστροβολάει
έχει αστροφεγγιά
αρχ.
1. μαγεύω
2. (-ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βολώ < βόλος, βολή < βάλλω].