ασυναρμολόγητος

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συναρμολογηθεί, να ταιριάσουν τα μέλη του σωστά
2. (για ιδέες, απόψεις κ.λπ.) αυτός που δεν ενέχει λογικό ειρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Στέφανο Κουμανούδη].