ασφαλτοστρώνω

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

καλύπτω δρόμο, πλατεία κ.λπ. με άσφαλτο.