Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
ἀσχήμων (-ονος), ο, η (AM) σχήμα1. απρεπής, αισχρός, άσεμνος2. αυτός που δεν έχει ωραίο σχήμα ή μορφή, άσχημος.