ασχημαίνω

From LSJ

Greek Monolingual

και ασκημαίνω
1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω
2. γίνομαι άσχημος
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι.