αταλαιπώρητος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀταλαιπώρητος, -ον)
ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες
νεοελλ.
1. ξεκούραστος
2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος.