ξεκούραστος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
-η, -ο ξεκουράζω
1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος»)
2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα παπούτσια»).
επίρρ...
ξεκούραστα
με ξεκούραστο τρόπο, με άνεση.