ατιτάλλω

Greek Monolingual

ἀτιτάλλω (Α)
1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω
2. περιποιούμαι κάποιον
3. αποπλανώ, παρασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].