ατμόσφυρα

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

η
σφύρα που κινείται με ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + σφύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς].