ατονώ
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(AM ἀτονῶ, -έω) άτονος
χάνω τη δύναμή μου, εξασθενώ
νεοελλ.
χάνω το κύρος μου, περιέρχομαι σε αχρηστία, δεν ισχύω («αυτό το άρθρο έχει ατονήσει προ πολλού»).