ατσάλι

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek Monolingual

το (Μ ατσάλι)
1. ο χάλυβας
2. ο θώρακας της πανοπλίας
νεοελλ.
οτιδήποτε έχει μεγάλη αντοχή και είναι σκληρό και άκαμπτο όπως ο χάλυβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) azzal].