αττικίζω

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

(AM ἀττικίζω) αττικός
μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο
αρχ.
παίρνω το μέρος των Αθηναίων, τάσσομαι με τους Αθηναίους.