κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(AM ἀττικίζω) αττικός
μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο
αρχ.
παίρνω το μέρος των Αθηναίων, τάσσομαι με τους Αθηναίους.