αυγινός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ή, -ό αυγή
1. πρωινός, ορθινός
2. το θηλ. ως ουσ. η αυγινή
η αυγή, το πρωί
3. το ουδ. ως ουσ. το αυγινό
η αυγή.