αυγινός

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αυγή
1. πρωινός, ορθινός
2. το θηλ. ως ουσ. η αυγινή
η αυγή, το πρωί
3. το ουδ. ως ουσ. το αυγινό
η αυγή.