αυθαδικός

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

αὐθαδικὸς, -ή, -όν (Α) αυθάδης
αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο.