αυθαδικός

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

αὐθαδικὸς, -ή, -όν (Α) αυθάδης
αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο.