αυλίσκος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ο (AM αὐλίσκος) αυλός
1. μικρός αυλός
2. σωληνάκι, καθετήρας
αρχ.
1. δικαστική ψήφος
2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό.