αὐλίσκος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλίσκος Medium diacritics: αὐλίσκος Low diacritics: αυλίσκος Capitals: ΑΥΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: aulískos Transliteration B: auliskos Transliteration C: avliskos Beta Code: au)li/skos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλός I.2)
A small reed, pipe, λιγύφθογγος Thgn.241; αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων cj. in Pi.Parth.2.14: prov., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις = makes a great bluster, S.Fr.768.
II generally, small pipe or tube, Arist.Ath.68.2, Plb.27.11.2, Mnesith. ap. Orib.8.38.3; catheter, Hp.Morb.1.6.
III = αἰδοῖον, Ptol.Tetr.187, Sch.Opp. H.1.582, Anon.in Ptol.Tetr.157.
IV earring (Persian), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 flauta pequeña, pífano λιγύφθογγος Thgn.241
en prov. φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις sopla en no pequeñas flautas S.Fr.768, γίγγρας δέ τις αὐ. Poll.4.76, 4.102.
2 gener. tubo pequeño, cánula inserto en los discos de votación, Arist.Ath.68.2
tubo delgado de hierro, como pieza de un artefacto de guerra, Plb.21.28.12, como pieza de un κέστρος Plb.27.11.2, διόπτρα δύ' αὐλίσκους ἔχουσα alidada con dos tubos Plb.10.46.1
medic. sonda Hp.Morb.1.6, Aff.21, Steril.222.
3 agujero, boquete Plb.10.44.7, 10, Mnesith.Ath.51.13, 14, 16.
4 pene de un delfín, Sch.Opp.H.1.582.
5 un tipo de pendientes Hsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite flûte, pipeau;
2 petit tuyau.
Étymologie: αὐλός.

German (Pape)

ὁ, dim. von αὐλός, kleine Nöhre, Hippocr.; Pol. 22.11; kleine Flöte, Soph. frg. 755.

Russian (Dvoretsky)

αὐλίσκος:
1 маленькая свирель Soph.;
2 тонкая трубка Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλός, μικρὸς κάλαμος, μικρὸς αὐλός, λιγύφθογγος Θέογν. 241· παροιμ., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις, ποιεῖ μέγαν θόρυβον, Σοφ. Ἀποσπ. 753. ΙΙ. ἐν γένει, μικρὸς σωλήν, Ἱππ. 238. 30, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424, κτλ.

English (Slater)

αὐλίσκος
1 pipe σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς (G-H: λαισκων, αλισκων Π.) Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

ο (AM αὐλίσκος) αυλός
1. μικρός αυλός
2. σωληνάκι, καθετήρας
αρχ.
1. δικαστική ψήφος
2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό.

Greek Monotonic

αὐλίσκος: ὁ, υποκορ. του αὐλός, μικρό καλάμι, αυλός, σε Θέογν.

Middle Liddell

Dim. of αὐλός, a small reed, pipe, Theogn.