αυλακίζω

From LSJ

Greek Monolingual

(AM αὐλακίζω)
1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο
2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο.