αυτήκοος

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτήκοος, -ον) ακούω
όποιος άκουσε κάτι με τα ίδια του τ' αφτιά·