αὐτήκοος
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
αὐτήκοον, (ἀκούω)
A one who has himself heard, ear-witness, αὐ. τινος γενέσθαι Th.1.133, Pl.Lg.658c.
II hearing oneself, i.e. a law unto oneself, Ph.2.2, al., Suid.; so, self-acquired, ἀρετή, ἐπιστήμη, Ph.1.371,354.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que oye por sí mismo, oyente directo c. gen. de pers. αὐτοῦ Παυσανίου λέγοντος Th.1.133, τῶν ἀθλητῶν ἑκάστων Pl.Lg.658c, γυναικῶν αὐτήκοος γινομένη Aristaenet.1.11.8, c. gen. de cosa τούτων ὁ Κλεομένης αὐ. γενόμενος Plu.Cleom.36, τῆς τούτων μαθήσεως οὔτ' αὐτόπται ... οὔτ' αὐτήκοοι Plu.2.9c, cf. D.C.39.50.3, Them.Or.8.117a, Olymp.in Mete.107.19, sin rég. αὐ. ἂν ἐβουλόμην παρὼν εἶναι νῦν Luc.Dem.Enc.43.
2 que sólo se escucha u obedece a sí mismo αὐ. καὶ αὐτομαθής Ph.2.2, en plu. definido como οἱ μὴ ἐπιτασσόμενοι, αὐτοὶ δὲ ἑαυτῶν ἀκούοντες Sud.
II de abstr. que uno ha aprendido o adquirido por sí mismo ἐπιστήμη Ph.1.354, ἀρετή Ph.1.371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a entendu de ses oreilles, gén..
Étymologie: αὐτός, ἀκούω.
German (Pape)
1 selbst hörend, Ohrenzeuge. τινὸς γενέσθαι Thuc. 1.133; Plat. Legg. II.658c; Plut. ed.lib. 13.
2 sich allein gehorchend, unabhängig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
αὐτήκοος: сам лично слышавший Thuc., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτήκοος: -ον, (ἀκούω) ὁ ἰδίοις ὠσὶν ἀκούων τινός, μ. γεν. αὐτήκοοι δὲ βουληθέντες ἔτι γενέσθαι αὐτοῦ Παυσανίου τι λέγοντος Θουκ. 1. 133, Πλάτ. Νόμ. 658C, καὶ ἐμπροθέτως, παρ᾿ αὐτῶν τῶν Περσῶν... αὐτήκοον καταστάντα Φωτ. Βιβλ. Κῶδ. 12, σ. 36, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτήκοος, -ον) ακούω
όποιος άκουσε κάτι με τα ίδια του τ' αφτιά·
Greek Monotonic
αὐτήκοος: -ον (ἀκούω), αυτός τον οποίο ακούει κάποιος με τα ίδια του τα αυτιά, αυτήκοος, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἀκούω
one who has himself heard, an ear-witness, Thuc., Plat.