αὐτογενής, -ές (AM)αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλοναρχ.1. συγγενής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενέςο νάρκισσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής κ.ά.)].