αυθιγενής

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής
2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος
3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή
4. γνήσιος, ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. γηγενής)].