αυτοκέφαλος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοκέφαλος, -ον)
1. ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία η οποία έχει το Κανονικό δικαίωμα να εκλέγει και να χειροτονεί τη διοικητική της κεφαλή, τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη
2. το ουδ. ως ουσ. το αυτοκέφαλο(ν)
το δικαίωμα μιας Εκκλησίας να είναι αυτοκέφαλη
μσν.- νεοελλ.
ανεξάρτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. ακέφαλος, πολυκέφαλος κ.ά.)].